- σφέτερος
- -έρα, -ον, Α(κτητ. αντων.)1. (γ' πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.)2. (γ' εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.)3. (β' πληθ. πρόσ.) δικός σας4. (β' εν. πρόσ.) δικός σου5. (α' πληθ. πρόσ.) δικός μας6. (α' εν. πρόσ.) δικός μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς].
Dictionary of Greek. 2013.